- διακαπηλεύω
- (Α διακαπηλεύω) [καπηλεύω]1. είμαι μεταπράτης, είμαι μεταπωλητής, πουλώ λειανικά όπως οι κάπηλοι2. εξευτελίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διακαπηλευόντων — διακαπηλεύω sell by retail pres part act masc/neut gen pl διακαπηλεύω sell by retail pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)